- ψαχνός
- [псахнос] εκ. мясистый,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ψαχνός — ή, ό, Ν 1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνό α) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλα β) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό») 3. φρ. α) «ο νους του στο… … Dictionary of Greek